- ένστρωση
- Εκτεταμένο στρώμα πετρώματος μικρού πάχους, που παρεμβάλλεται μεταξύ παχύτερων στρωμάτων. Για παράδειγμα, έ. θεωρείται ένα ασβεστολιθικό στρώμα πάχους 10 μ., που παρεμβάλλεται μεταξύ σχιστόλιθων πάχους πολλών εκατοντάδων μέτρων. Αν η έ. έχει μικρή εξάπλωση σε σχήμα φακού, ονομάζεται φακοειδής έ.
* * *ηλεπτό στρώμα πετρώματος που παρεμβάλλεται μεταξύ παχύτερων πετρωμάτων με ετερογενή σύσταση.
Dictionary of Greek. 2013.